- προεισοικίζομαι
- Α1. εισάγω στην οικία προηγουμένως («Ἰακὼβ τὴν Λείαν προεισοικισάμενο», Κύριλλ.)2. αφομοιώνω κάτι («ἅς [ἀρετὰς] ἀναγκαῑον μὲν προεισοικίσασθαι καὶ ἐν στέρνοις ἔχειν», Κύριλλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + εἰσοικίζω «εισάγω ως κάτοικο, εξοικειώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.